πιέζομαι

πιέζομαι
πιέζομαι, πιέστηκα, πιεσμένος βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
πιέζομαι : η λόγια μτχ. πεπιεσμένος έχει επιβιώσει με την ειδική έννοια αυτός που έγινε με συμπίεση ή είναι υπό πίεση (π.χ. πεπιεσμένο χαρτί, πεπιεσμένος αέρας).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιέζομαι — πιέζω Ep.. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζομ' — πιέζομαι , πιέζω Ep.. pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπεριστείνομαι — ἀμφιπεριστείνομαι (Α) πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αγκανάρω — Ι. (ενεργ·) 1. κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω 2. ενοχλώ, ερεθίζω, στενοχωρώ 3. προτρέπω επίμονα, εξαναγκάζω, επιβάλλω παθ. 1. πιέζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις μου 2. δυσφορώ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • εναποσφίγγω — ἐναποσφίγγω (AM) 1. ενεργ. σφίγγω με κάτι, συσφίγγω 2. παθ. μτφ. στενοχωρούμαι, πιέζομαι, περιορίζω τον εαυτό μου με κάτι, σφίγγομαι …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • ιπνώ — ἰπνῶ, όω (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.) 2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, όομαι πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος] πιεζόμενος κάτω από τα… …   Dictionary of Greek

  • ιπώ — ἰπῶ, όω (Α) [ίπος] 1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω 2. παθ. ἰποῡμαι, όομαι πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες τής Αίτνας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”